- ἀήττητος
- ἀήττητοςunconqueredmasc/fem nom sgἀησσητοςunconqueredmasc/fem nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αήττητος — η, ο (Α ἀήττητος και ἀήσσητος ον) [ἡττῶμαι] αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί, ανίκητος, ακατάβλητος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek
αήττητος — η, ο αυτός που δε νικήθηκε, ανίκητος: Ο Μ. Αλέξανδρος πέθανε αήττητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀηττήτως — ἀήττητος unconquered adverbial ἀήττητος unconquered masc/fem acc pl (doric) ἀησσητος unconquered adverbial (attic) ἀησσητος unconquered masc/fem acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήττητον — ἀήττητος unconquered masc/fem acc sg ἀήττητος unconquered neut nom/voc/acc sg ἀησσητος unconquered masc/fem acc sg (attic) ἀησσητος unconquered neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηττήτοις — ἀήττητος unconquered masc/fem/neut dat pl ἀησσητος unconquered masc/fem/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηττήτου — ἀήττητος unconquered masc/fem/neut gen sg ἀησσητος unconquered masc/fem/neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηττήτους — ἀήττητος unconquered masc/fem acc pl ἀησσητος unconquered masc/fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηττήτων — ἀήττητος unconquered masc/fem/neut gen pl ἀησσητος unconquered masc/fem/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηττήτῳ — ἀήττητος unconquered masc/fem/neut dat sg ἀησσητος unconquered masc/fem/neut dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήττητα — ἀήττητος unconquered neut nom/voc/acc pl ἀησσητος unconquered neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)